- χοροιθαλής
- χοροι-θᾰλής, ές,A flourishing in the dance,
κοῦραι AP6.287
(Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοῦραι AP6.287
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροιθαλής — ές, Α αυτός που διαπρέπει στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει θαλής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής στο α συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών… … Dictionary of Greek
χοροιθαλέας — χοροιθαλής flourishing in the dance masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek
χοροίτυπος — ον, ΜΑ (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί τυπος. Για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ … Dictionary of Greek
χοροιτύπος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που χτυπά με τα πόδια του το έδαφος χορεύοντας 2. (γενικά) αυτός που χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπος. Για την μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek